- υπομιμνήσκω
- ὑπομιμνήσκω και τ. μτχ. ενεργ. ενεστ. υπομνήμων, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπομνήσκω Α [μιμνήσκω](λόγιος τ.) επαναφέρω στη μνήμη, υπενθυμίζωνεοελλ.-μσν.(το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπομιμνήσκων και υπομνήμωνεκκλ. αξίωμα κληρικού, πρεσβυτέρου και διακόνου, καθώς και λαϊκού, τού οποίου ο κάτοχος είχε καθήκον να δέχεται τα αιτήματα και τις παρακλήσεις τών πιοτών αλλά και τις επιστολές που αυτοί απηύθυναν προς τον επίσκοπο, να προβαίνει σε ανάλογες απαντήσεις, αφού συζητούσε με τον επίσκοπο, και να θέτει υπ' όψιν του τις διάφορες δικαστικής φύσης υποθέσεις για τις οποίες έπρεπε να αποφανθεί το επισκοπικό δικαστήριομσν.ζητώ, ρωτώ να μάθωαρχ.1. προτείνω κάτι σε κάποιον2. (σχετικά με νόσο) προκαλώ, προξενώ («ὑπομιμνήσκω τὴν ἔκκρισιν», Σωρ.)3. (ενεργ. και παθ.) κάνω μνεία ενός πράγματος, αναφέρομαι σε κάτι4. (μέσ. και παθ.) ὑπομιμνήσκομαιανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι5. φρ. «ὡς ὑπέμνησται» — όπως έχει αναφερθεί παραπάνω (Πρόκλ.).
Dictionary of Greek. 2013.